- νεφρολιθικός
- η , ό[ν] почечно-каменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφρολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολιθίαση ή στους νεφρολίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrolithique (< νεφρ[ο] * + λιθικός < λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek